- μελάνουρος
- μελάνουροςblack-tailmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελάνουρος — ο (Α μελάνουρος, ανώμ. θηλ. μελανουρίς, ίδος) το μελανούρι αρχ. 1. είδος ιοβόλου φιδιού 2. φρ. πυθαγόρειο απόφθεγμα) «μὴ γεύεσθαι μελανούρων» να μη συναναστρέφεσθε με μαύρους, δηλαδή με τους κακοήθεις ανθρώπους (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος … Dictionary of Greek
μελανουρίδας — μελάνουρος black tail fem acc pl μελανουρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανούροις — μελάνουρος black tail masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανούρου — μελάνουρος black tail masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανούρους — μελάνουρος black tail masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανούρων — μελάνουρος black tail masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανούρῳ — μελάνουρος black tail masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνουροι — μελάνουρος black tail masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνουρον — μελάνουρος black tail masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek